- επιπολαστικός
- -ή, -ό (Α ἐπιπολαστικός, -ή, -όν) [επιπολάζω]αυτός που έχει την ιδιότητα να επιπολάζει, να παραμένει στην επιφάνεια ενός υγρούνεοελλ.άφθονοςαρχ.(για τροφές) αυτός που παραμένει άπεπτος, αχώνευστος στο στομάχι και επομένως δημιουργεί τάση για εμετό.επίρρ...ἐπιπολαστικῶςσε μεγάλο βαθμό, πολύ έντονα, δυνατά.
Dictionary of Greek. 2013.