επιπολαστικός

επιπολαστικός
-ή, -ό (Α ἐπιπολαστικός, -ή, -όν) [επιπολάζω]
αυτός που έχει την ιδιότητα να επιπολάζει, να παραμένει στην επιφάνεια ενός υγρού
νεοελλ.
άφθονος
αρχ.
(για τροφές) αυτός που παραμένει άπεπτος, αχώνευστος στο στομάχι και επομένως δημιουργεί τάση για εμετό.
επίρρ...
ἐπιπολαστικῶς
σε μεγάλο βαθμό, πολύ έντονα, δυνατά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπολαστικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαστικά — ἐπιπολαστικός neut nom/voc/acc pl ἐπιπολαστικά̱ , ἐπιπολαστικός fem nom/voc/acc dual ἐπιπολαστικά̱ , ἐπιπολαστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαστικόν — ἐπιπολαστικός masc acc sg ἐπιπολαστικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαστικοί — ἐπιπολαστικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαστικοῦ — ἐπιπολαστικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαστικῆς — ἐπιπολαστικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαστική — ἐπιπολαστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαστικῶς — ἐπιπολαστικός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαστικῷ — ἐπιπολαστικός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολαστικώτερα — ἐπιπολαστικός neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”